φαρμακεμπορείο

φαρμακεμπορείο
το, Ν
(παλ. τ.) κατάστημα χονδρικής πώλησης φαρμάκων και άλλων χημικών ειδών, φαρμακαποθήκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαρμακέμπορος. Η λ. μαρτυρείται από το 1882 στο Ημερολόγιο Νέων Ιδεών].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φαρμακεμπορείο — το κατάστημα χοντρικής πώλησης φαρμάκων ή και διάφορων φαρμακευτικών και χημικών υλών, η φαρμακαποθήκη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φαρμακαποθήκη — η 1. αποθήκη φαρμάκων. 2. κατάστημα χοντρικής πώλησης φαρμακευτικών και χημικών ειδών, το φαρμακεμπορείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”